- παναμείδητος
- παν-α-μείδητος, gar nicht lächelnd, ganz unfreundlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παναμείδητος — παναμείδητος, ον (Α) εντελώς αγέλαστος, πολύ σκυθρωπός και άγριος («παναμείδητα πρόσωπα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείδητος «αγέλαστος»] … Dictionary of Greek
παναμειδήτοισι — παναμείδητος all unsmiling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)